- ἀθαλάμευτος
- ἀθᾰλάμευτος, ον,A unwedded,
ἡλικίη Epigr.Gr.372.32
([place name] Cotiaeum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡλικίη Epigr.Gr.372.32
([place name] Cotiaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθαλάμευτος — ἀθαλάμευτος, ον (Α) [θαλαμεύω] αυτός που δεν γνώρισε νυφικό θάλαμο, άγαμος … Dictionary of Greek
ἀθαλάμευτος — unwedded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλαμεύτου — ἀθαλάμευτος unwedded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)